- κυκλωπικῶς
- Κυκλωπικῶςlike the Cyclopesindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλωπικώς — κυκλωπικῶς (Α) [Κύκλωψ] επίρρ. με τρόπο που αρμόζει στους Κύκλωπες («κυκλωπικῶς ζῆν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
Κυκλωπικῶς — like the Cyclopes indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)